Перевод: с английского на греческий

с греческого на английский

τὸ τῆς ψυχῆς π

  • 1 salvation

    [sæl'veiʃən]
    1) (in religion, the freeing of a person from sin or the saving of his soul.) σωτηρία της ψυχής
    2) (the cause, means, or act of saving: This delay was the salvation of the army.) σωτηρία

    English-Greek dictionary > salvation

  • 2 Inmost

    adj.
    V. ἔσχατος, ἄκρος.
    Inmost recesses: V. μυχός, ὁ (rare P.).
    Inmost soul: P. τὸ ἐντὸς τῆς ψυχῆς (Plat.).
    To make her weep though she rejoice in her inmost soul: V. ὡστʼ ἐκδακρῦσαι γʼ ἔνδοθεν κεχαρμένην (Eur., Or. 1122).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Inmost

  • 3 Mental

    adj.
    As opposed to visible: P. νοητός (Plat.).
    Of the mind: use P. and V. τοῦ νοῦ, τῆς ψυχῆς.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Mental

  • 4 Question

    subs.
    Something asked: P. ἐρώτησις, ἡ, ἐρώτημα, τό, ἐπερώτησις, ἡ, ἐπερώτημα, τό.
    Cross question: P. and V. ἔλεγχος, ὁ.
    Subject under discussion: P. and V. λόγος, ὁ.
    That would have been quite another question: P. ἄλλος ἂν ἦν λόγος (Dem. 986, cf. 240).
    Divert from the question: P. ἀπάγειν ἀπὸ τῆς ὑποθέσεως (Dem. 416).
    The case in question: P. τὸ προκείμενον.
    Point at issue: P. and V. γών, ὁ.
    It is not question of gallantry but of salvation: P. οὐ περὶ ἀνδραγαθίας ὁ ἀγὼν... περὶ δὲ σωτηρίας (Thuc. 5, 101).
    It is now no question of words but of your life: V. λόγων γὰρ οὐ νῦν ἐστιν ἁγὼν ἀλλὰ σῆς ψυχῆς πέρι (Soph., El. 1491).
    Difficulty: P. and V. πορία, ἡ.
    Suspicion: P. and V. πόνοια, ἡ, ποψία, ἡ.
    Call in question, suspect, v.: P. and V. ποπτεύειν; see also Mistrust.
    Doubt: P. ἀμφισβήτησις, ἡ.
    Be called in question, be doubted, v.: P. ἀμφισβητεῖσθαι.
    Legal case: P. and V. γών, ὁ, δκη, ἡ, V. κρῖμα, τό.
    Put the question, v.: Ar. and P. ἐπερωτᾶν.
    Put the question to the vote: P. ἐπιψηφίζειν.
    ——————
    v. trans.
    P. and V. ἐρωτᾶν, ἐρέσθαι ( 2nd aor.), νερωτᾶν, ἐπερέσθαι ( 2nd aor.), Ar. and P. ἐπερωτᾶν, V. ἱστορεῖν, νιστορεῖν, ἐξιστορεῖν, ἐξερωτᾶν, ἐξερέσθαι ( 2nd aor.); see Ask.
    Cross examine: P. and V. ἐλέγχειν, ἐξελέγχειν.
    Suspect: P. and V. ποπτεύειν.
    Distrust: P. and V. πιστεῖν (acc. of thing; dat. of person).
    V. intrans. Be perplexed: P. and V. πορεῖν, μηχανεῖν (rare P.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Question

См. также в других словарях:

  • αθανασία της ψυχής — Η παράταση, μετά τον θάνατο, της προσωπικής ζωής. Την α. της ψ. δέχονται οι περισσότερες θρησκείες και πολλές ιδεαλιστικές φιλοσοφικές θεωρίες. Από παλιά μάλιστα έχουν διατυπωθεί διάφορες αποδείξεις για την υποστήριξη της μεταθανάτιας ψυχικής… …   Dictionary of Greek

  • Σιγήρος της Βραβάντης — (SigerdeBmban te). Γάλλος φιλόσοφος (; περίπου 1240 Ορβιέ το 1281 84). Καθηγητής στη Σχολή Τεχνών του Παρισιού γύρω στα 1264 67, θεωρήθηκε ο κύριος εκπρόσωπος του φιλοσοφικού ρεύματος που έγινε γνωστό με το όνομα λατινικός αβερροϊσμός. Οι… …   Dictionary of Greek

  • ДУША — [греч. ψυχή], вместе с телом образует состав человека (см. статьи Дихотомизм, Антропология), будучи при этом самостоятельным началом; Д. человека заключает образ Божий (по мнению одних отцов Церкви; по мнению других образ Божий заключен во всем… …   Православная энциклопедия

  • γνώση — I Η δυνατότητα να αποδίδουμε σε ένα αντικείμενο τα πραγματικά χαρακτηριστικά του. Το αντικείμενο της γ. μπορεί να είναι ένα ιστορικό γεγονός, ένα συμβάν που μπορεί να επαναληφθεί, μια αφηρημένη έννοια, ένα συναίσθημα, μια αξία κλπ. Αυτό που του… …   Dictionary of Greek

  • ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… …   Dictionary of Greek

  • Ντεκάρ, Ρενέ — (Rene Descartes, Λα E, Τουρέν 1596 – Στοκχόλμη 1650). Γάλλος φιλόσοφος και μαθηματικός. Σπούδασε έως το 1612 στο κολέγιο των ιησουιτών Λα Φλες. Από την οικογένειά του προοριζόταν για το στρατιωτικό επάγγελμα· στρατεύτηκε στην υπηρεσία του ηγεμόνα …   Dictionary of Greek

  • ψυχολογία — Ο όρος χαρακτηρίζει, όπως δείχνει και η ετυμολογία του, την επιστήμη της ψυχής και από την άποψη αυτή αποτελεί μέρος της φιλοσοφίας. Από τα τέλη όμως του 19ου αι. πήρε δική της μορφή και αποτελεί ανεξάρτητη επιστήμη, της οποίας το περιεχόμενο… …   Dictionary of Greek

  • ЕВАГРИЙ ПОНТИЙСКИЙ — [греч. Εὐάϒριος ὁ Ποντικός] (ок. 345, г. Ивора Понтийская (совр. Сев. Турция) ок. 399, пустыня Келлии (Египет)), монах, аскетический писатель, богослов. Жизнь Источники Помимо скудных автобиографических данных, содержащихся в сочинениях Е. П.,… …   Православная энциклопедия

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • ДОБРОДЕТЕЛЬ — фундаментальная философско богословская категория, обозначающая ценностно значимый аспект духовно нравственного совершенства человека. Слово «Д.», появившееся, вероятно, как калька с греч. термина καλοποιΐα (Lexikon zur Byzantinischen Gräzität /… …   Православная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»